ἐνέρτεροι

ἐνέρτεροι
ἐνέρτερος
lower
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενέρτερος — ἐνέρτερος, α, ον (Α) (συγκρ. τού ἔνερος, οι) 1. αυτός που βρίσκεται πιο βαθιά, πιο κάτω, πιο υποχθόνιος, τρίσβαθος («καὶ κεν δὴ πάλαι ἦσθα ἐνέρτερος Οὐρανιώνων», Ομ. Ιλ.) 2. (ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οἱ ἐνέρτεροι οι ένεροι, οι υποχθόνιοι, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”